Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
καθοράω
καθύπερθε
View word page
καθῆστο

3 sing. impf. κάθημαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθῆστο
Headword (normalized):
καθῆστο
Headword (normalized/stripped):
καθηστο
IDX:
5119
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5120
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. impf. κάθημαι.</p>'}