Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλοιφή
ἀλόντε
ἁλοσύδνη
ἁλοῦσα
ἄλοχος
ἀλόωνται
ἅλς1
ἅλς2
ἆλσο
ἄλσος
ἆλτο
ἀλύξει
ἀλυσκάξω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλύω
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
ἀλφηστής
View word page
ἆλτο

3 sing. aor. ἅλλομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἆλτο
Headword (normalized):
ἆλτο
Headword (normalized/stripped):
αλτο
IDX:
511
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.512
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἅλλομαι.</p>'}