Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
καθίστημι
View word page
κάθημαι

[καθ-, κατα- 1.]

3 sing. impf. καθῆστο Il. 1.569: Od. 4.628.

3 pl. καθήατο, καθείατο Il. 11.76, Od. 3.153, Il. 24.473.

Imp. κάθησο Il. 1.565, Il. 2.191.

ShortDef

to be seated

Debugging

Headword:
κάθημαι
Headword (normalized):
κάθημαι
Headword (normalized/stripped):
καθημαι
IDX:
5117
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5118
Key:

Data

{'content': '<p>[καθ-, κατα- 1.]</p> <p>3 sing. impf. καθῆστο Il. 1.569: Od. 4.628.</p> <p>3 pl. καθήατο, καθείατο Il. 11.76, Od. 3.153, Il. 24.473.</p> <p>Imp. κάθησο Il. 1.565, Il. 2.191.</p>'}