κάθημαι
[καθ-, κατα- 1.]
3 sing. impf. καθῆστο Il. 1.569: Od. 4.628.
3 pl. καθήατο, καθείατο Il. 11.76, Od. 3.153, Il. 24.473.
Imp. κάθησο Il. 1.565, Il. 2.191.
[καθ-, κατα- 1.]
3 sing. impf. καθῆστο Il. 1.569: Od. 4.628.
3 pl. καθήατο, καθείατο Il. 11.76, Od. 3.153, Il. 24.473.
Imp. κάθησο Il. 1.565, Il. 2.191.