Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
κάθισαν
View word page
καθήατο
3 pl. impf. κάθημαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθήατο
Headword (normalized):
καθήατο
Headword (normalized/stripped):
καθηατο
IDX:
5116
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5117
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. impf. κάθημαι.</p>'}