Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
καθίημι
καθικνέομαι
View word page
καθεψιάομαι

[καθ-, κατα- 2.]

3 pl. καθεψιόωνται.

ShortDef

to mock at

Debugging

Headword:
καθεψιάομαι
Headword (normalized):
καθεψιάομαι
Headword (normalized/stripped):
καθεψιαομαι
IDX:
5115
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5116
Key:

Data

{'content': '<p>[καθ-, κατα- 2.]</p> <p>3 pl. καθεψιόωνται.</p>'}