Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι-1
View word page
καθέξει

3 sing. fut. κατέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθέξει
Headword (normalized):
καθέξει
Headword (normalized/stripped):
καθεξει
IDX:
5113
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5114
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. fut. κατέχω.</p>'}