Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
καθιζάνω
καθίζω
View word page
κάθεμεν
1 pl. aor. καθίημι1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάθεμεν
Headword (normalized):
κάθεμεν
Headword (normalized/stripped):
καθεμεν
IDX:
5112
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5113
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. aor. καθίημι1.</p>'}