Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
καθιδρύω
View word page
καθεῖσε
3 sing. aor. act. καθέζομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθεῖσε
Headword (normalized):
καθεῖσε
Headword (normalized/stripped):
καθεισε
IDX:
5110
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5111
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. act. καθέζομαι.</p>'}