Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κάη
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
καθῆστο
View word page
καθείλομεν
1 pl. aor. καθαιρέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθείλομεν
Headword (normalized):
καθείλομεν
Headword (normalized/stripped):
καθειλομεν
IDX:
5109
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5110
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. aor. καθαιρέω.</p>'}