Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἁλοίην
ἀλοιφή
ἀλόντε
ἁλοσύδνη
ἁλοῦσα
ἄλοχος
ἀλόωνται
ἅλς1
ἅλς2
ἆλσο
ἄλσος
ἆλτο
ἀλύξει
ἀλυσκάξω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
ἀλύσσω
ἄλυτος
ἀλύω
ἀλφάνω
ἀλφεσίβοιος
View word page
ἄλσος

τό.

ShortDef

a glade

Debugging

Headword:
ἄλσος
Headword (normalized):
ἄλσος
Headword (normalized/stripped):
αλσος
IDX:
510
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.511
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}