Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καδδῦσαι
κάη
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
κάθηρε
View word page
καθείατο

3 pl. impf. κάθημαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθείατο
Headword (normalized):
καθείατο
Headword (normalized/stripped):
καθειατο
IDX:
5108
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5109
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. impf. κάθημαι.</p>'}