Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

καδδραθέτην
καδδῦσαι
κάη
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
καθεψιάομαι
καθήατο
κάθημαι
View word page
καθέηκα

aor. καθίημι1.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθέηκα
Headword (normalized):
καθέηκα
Headword (normalized/stripped):
καθεηκα
IDX:
5107
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5108
Key:

Data

{'content': '<p>aor. καθίημι1.</p>'}