Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάγκανος
καγχαλάω
κάδ
καδδραθέτην
καδδῦσαι
κάη
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
καθέξει
καθεύδω
View word page
καθάπτω

[καθ-, κατα- 5.]

In mid., to address, accost: γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν Od. 2.39. Cf. Il. 1.582, Il. 15.127, Il. 16.421: Od. 2.240, Od. 3.345, Od. 10.70, Od. 18.415=Od. 20.323, Od. 20.22, Od. 24.393.

ShortDef

to fasten, fix

Debugging

Headword:
καθάπτω
Headword (normalized):
καθάπτω
Headword (normalized/stripped):
καθαπτω
IDX:
5104
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5105
Key:

Data

{'content': '<p>[καθ-, κατα- 5.]</p> <p>In mid., to address, accost: γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν Od. 2.39. Cf. Il. 1.582, Il. 15.127, Il. 16.421: Od. 2.240, Od. 3.345, Od. 10.70, Od. 18.415=Od. 20.323, Od. 20.22, Od. 24.393.</p>'}