Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κάββαλε
κάγ
κάγκανος
καγχαλάω
κάδ
καδδραθέτην
καδδῦσαι
κάη
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
καθέλῃσι
κάθεμεν
View word page
καθάλλομαι

[καθ-, κατα- 1.]

To rush down Of a stormy wind Il. 11.298.

ShortDef

to leap down

Debugging

Headword:
καθάλλομαι
Headword (normalized):
καθάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
καθαλλομαι
IDX:
5102
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5103
Key:

Data

{'content': '<p>[καθ-, κατα- 1.]</p> <p>To rush down Of a stormy wind Il. 11.298.</p>'}