Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἰών
ἰωχμός
κάββαλε
κάγ
κάγκανος
καγχαλάω
κάδ
καδδραθέτην
καδδῦσαι
κάη
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
καθεῖσε
View word page
καθαιρέω

[καθ-, κατα- 1, κατα- 5.]

3 pl. fut. καθαιρήσουσι Il. 11.453.

1 pl. aor. καθείλομεν Od. 9.149.

3 sing. subj. καθέλῃσι Od. 2.100, Od. 3.238, Od. 19.145, Od. 24.135.

Fem. pple. καθελοῦσα Od. 24.296.

ShortDef

to take down

Debugging

Headword:
καθαιρέω
Headword (normalized):
καθαιρέω
Headword (normalized/stripped):
καθαιρεω
IDX:
5100
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5101
Key:

Data

{'content': '<p>[καθ-, κατα- 1, κατα- 5.]</p> <p>3 pl. fut. καθαιρήσουσι Il. 11.453.</p> <p>1 pl. aor. καθείλομεν Od. 9.149.</p> <p>3 sing. subj. καθέλῃσι Od. 2.100, Od. 3.238, Od. 19.145, Od. 24.135.</p> <p>Fem. pple. καθελοῦσα Od. 24.296.</p>'}