Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἴωμι
ἰών
ἰωχμός
κάββαλε
κάγ
κάγκανος
καγχαλάω
κάδ
καδδραθέτην
καδδῦσαι
κάη
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθάπαξ
καθάπτω
καθαρός
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείλομεν
View word page
κάη

3 sing. aor. pass. καίω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάη
Headword (normalized):
κάη
Headword (normalized/stripped):
καη
IDX:
5099
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5100
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. pass. καίω.</p>'}