Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἴψ
ἴψεται
ἴω
ἰῷ
ἰωγή
ἰωή
ἰωκή
ἴωμι
ἰών
ἰωχμός
κάββαλε
κάγ
κάγκανος
καγχαλάω
κάδ
καδδραθέτην
καδδῦσαι
κάη
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
View word page
κάββαλε
3 sing. contr. aor. καταβάλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάββαλε
Headword (normalized):
κάββαλε
Headword (normalized/stripped):
καββαλε
IDX:
5092
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5093
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. contr. aor. καταβάλλω.</p>'}