Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἁλμυρός
ἀλογέω
ἁλόθεν
ἀλοιάω
ἁλοίην
ἀλοιφή
ἀλόντε
ἁλοσύδνη
ἁλοῦσα
ἄλοχος
ἀλόωνται
ἅλς1
ἅλς2
ἆλσο
ἄλσος
ἆλτο
ἀλύξει
ἀλυσκάξω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
ἀλύσσω
View word page
ἀλόωνται

3 pl. pres. ἀλόω,

imp. ἀλάομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλόωνται
Headword (normalized):
ἀλόωνται
Headword (normalized/stripped):
αλοωνται
IDX:
506
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.507
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pres. ἀλόω,</p> <p>imp. ἀλάομαι.</p>'}