Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστός
ἴστω
ἴστωρ
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχανάω
ἰσχάνω
ἰσχίον
ἴσχω
ἴτε
ἰτέη
ἴτην
ἴτυς
ἴτω
ἰυγμός
ἰύζω
ἴφθιμος
ἶφι
ἴφιος
View word page
ἴσχω
[σίσχω. Redup. fr. (σ)ἐχ-, ἔχω.]
(ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατα-, παρ-, ὑπίσχομαι).
ShortDef
to hold, check, curb, keep back, restrain
Debugging
Headword:
ἴσχω
Headword (normalized):
ἴσχω
Headword (normalized/stripped):
ισχω
IDX:
5064
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5065
Key:
Data
{'content': '<p>[σίσχω. Redup. fr. (σ)ἐχ-, ἔχω.]</p> <p>(ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατα-, παρ-, ὑπίσχομαι).</p>'}