Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἅλμη
ἁλμυρός
ἀλογέω
ἁλόθεν
ἀλοιάω
ἁλοίην
ἀλοιφή
ἀλόντε
ἁλοσύδνη
ἁλοῦσα
ἄλοχος
ἀλόωνται
ἅλς1
ἅλς2
ἆλσο
ἄλσος
ἆλτο
ἀλύξει
ἀλυσκάξω
ἀλυσκάνω
ἀλύσκω
View word page
ἄλοχος

-ου, ἡ

[ἀ-2 + λοχ-, λέχος.]

ShortDef

a bedfellow, spouse, wife

Debugging

Headword:
ἄλοχος
Headword (normalized):
ἄλοχος
Headword (normalized/stripped):
αλοχος
IDX:
505
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.506
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ἡ</p> <p>[ἀ-2 + λοχ-, λέχος.]</p>'}