Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἰσόμορος
ἰσόπεδον
ἴσος
ἰσοφαρίζω
ἰσοφόρος
ἰσόω
ἴστε
ἵστημι
ἱστίη
ἱστίον
ἱστοδόκη
ἱστοπέδη
ἱστός
ἴστω
ἴστωρ
ἰσχαλέος
ἰσχανάω
ἰσχανάω
ἰσχάνω
ἰσχίον
ἴσχω
View word page
ἱστοδόκη

-ης, ἡ

[ἱστός + δοκ-, δέχομαι.]

ShortDef

the mast-crutch

Debugging

Headword:
ἱστοδόκη
Headword (normalized):
ἱστοδόκη
Headword (normalized/stripped):
ιστοδοκη
IDX:
5054
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5055
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ἱστός + δοκ-, δέχομαι.]</p>'}