Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἱππήλατος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππόβοτος
ἱππόδαμος
ἱππόδασυς
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκέλευθος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
ἱππόμαχος
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱπποσύνη
ἱππότᾶ
ἵππουρις
ἴπτομαι
ἱρεύς
ἱρεύω
ἱέραξ
View word page
ἱπποκορυστής
[ἵππος + κορυστής. Cf. χαλκοκορυστής.]
ShortDef
marshaler, arranger of chariots
Debugging
Headword:
ἱπποκορυστής
Headword (normalized):
ἱπποκορυστής
Headword (normalized/stripped):
ιπποκορυστης
IDX:
5022
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5023
Key:
Data
{'content': '<p>[ἵππος + κορυστής. Cf. χαλκοκορυστής.]</p>'}