Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἱππηλάσιος
ἱππηλάτᾶ
ἱππήλατος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππόβοτος
ἱππόδαμος
ἱππόδασυς
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκέλευθος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
ἱππόμαχος
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱπποσύνη
ἱππότᾶ
ἵππουρις
ἴπτομαι
ἱρεύς
View word page
ἱπποκέλευθος

[ἵππος + κέλευθος. One who fares with horses.]

= ἱππεύς 1.

In voc. as epithet of Patroclus Il. 16.126, 584, 839.

ShortDef

travelling by means of horses, a driver of horses

Debugging

Headword:
ἱπποκέλευθος
Headword (normalized):
ἱπποκέλευθος
Headword (normalized/stripped):
ιπποκελευθος
IDX:
5020
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5021
Key:

Data

{'content': '<p>[ἵππος + κέλευθος. One who fares with horses.]</p> <p>= ἱππεύς 1.</p> <p>In voc. as epithet of Patroclus Il. 16.126, 584, 839.</p>'}