Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἵππειος
ἱππεύς
ἱππηλάσιος
ἱππηλάτᾶ
ἱππήλατος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππόβοτος
ἱππόδαμος
ἱππόδασυς
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκέλευθος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
ἱππόμαχος
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱπποσύνη
ἱππότᾶ
ἵππουρις
View word page
ἱππόδρομος

[ἵππος + δρομ-, δραμ-. See τρέχω.]

ShortDef

a chariot-road, race course

Debugging

Headword:
ἱππόδρομος
Headword (normalized):
ἱππόδρομος
Headword (normalized/stripped):
ιπποδρομος
IDX:
5018
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5019
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ἵππος + δρομ-, δραμ-. See τρέχω.]</p>'}