Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἰότης
ἴουλοι
ἰοχέαιρα
ἱππάζομαι
ἵππειος
ἱππεύς
ἱππηλάσιος
ἱππηλάτᾶ
ἱππήλατος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππόβοτος
ἱππόδαμος
ἱππόδασυς
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκέλευθος
ἱππόκομος
ἱπποκορυστής
ἱππόμαχος
ἱπποπόλος
View word page
ἱππιοχάρμης

[ἵππος + χάρμη.]

= ἱππεύς 1. Epithet of Troilus Il. 24.257.

Of Amythaon Od. 11.259.

ShortDef

one who fights from a chariot

Debugging

Headword:
ἱππιοχάρμης
Headword (normalized):
ἱππιοχάρμης
Headword (normalized/stripped):
ιππιοχαρμης
IDX:
5014
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5015
Key:

Data

{'content': '<p>[ἵππος + χάρμη.]</p> <p>= ἱππεύς 1. Epithet of Troilus Il. 24.257.</p> <p>Of Amythaon Od. 11.259.</p>'}