Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἰόεις
ἴοι
ἴομεν
ἰόμωρος
ἴον
ἰονθάς
ἰόντες
ἰός
ἰότης
ἴουλοι
ἰοχέαιρα
ἱππάζομαι
ἵππειος
ἱππεύς
ἱππηλάσιος
ἱππηλάτᾶ
ἱππήλατος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱππόβοτος
ἱππόδαμος
View word page
ἰοχέαιρα

(ἰοχέϝαιρα)

[ἰός + χεϝ-, χέω.]

ShortDef

arrow-pourer, shooter of arrows

Debugging

Headword:
ἰοχέαιρα
Headword (normalized):
ἰοχέαιρα
Headword (normalized/stripped):
ιοχεαιρα
IDX:
5006
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5007
Key:

Data

{'content': '<p>(ἰοχέϝαιρα)</p> <p>[ἰός + χεϝ-, χέω.]</p>'}