Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἰνίον
ἴξαλος
ἷξε
ἵξομαι
ἰξύς
ἰοδνεφής
ἰοδόκος
ἰοειδής
ἰόεις
ἴοι
ἴομεν
ἰόμωρος
ἴον
ἰονθάς
ἰόντες
ἰός
ἰότης
ἴουλοι
ἰοχέαιρα
ἱππάζομαι
ἵππειος
View word page
ἴομεν

(ῖ),

1 pl. subj. εἶμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἴομεν
Headword (normalized):
ἴομεν
Headword (normalized/stripped):
ιομεν
IDX:
4998
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4999
Key:

Data

{'content': '<p>(ῖ),</p> <p>1 pl. subj. εἶμι.</p>'}