Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἱκάνω
ἴκελος
ἱκέσθαι
ἱκετεύω
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἵκετο
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἱκόμην
ἴκρια
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάομαι
ἵλαος
ἱλάσκομαι
ἱλήκω
ἵλημι
Ἰλιόθεν
Ἰλιόθι
View word page
ἱκόμην
aor. ἱκνέομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἱκόμην
Headword (normalized):
ἱκόμην
Headword (normalized/stripped):
ικομην
IDX:
4962
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4963
Key:
Data
{'content': '<p>aor. ἱκνέομαι.</p>'}