Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς
ἰθ(ύ)ω
ἱκάνω
ἴκελος
ἱκέσθαι
ἱκετεύω
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἵκετο
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἱκόμην
ἴκρια
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάομαι
ἵλαος
ἱλάσκομαι
View word page
ἵκετο

(ῖ).

3 sing. aor. ἱκνέομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἵκετο
Headword (normalized):
ἵκετο
Headword (normalized/stripped):
ικετο
IDX:
4958
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4959
Key:

Data

{'content': '<p>(ῖ).</p> <p>3 sing. aor. ἱκνέομαι.</p>'}