Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἰθύντατα
ἰθύνω
ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς
ἰθ(ύ)ω
ἱκάνω
ἴκελος
ἱκέσθαι
ἱκετεύω
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἵκετο
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἱκόμην
ἴκρια
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάομαι
View word page
ἱκέτης

[ἵκω.]

ShortDef

one who comes to seek protection, a suppliant

Debugging

Headword:
ἱκέτης
Headword (normalized):
ἱκέτης
Headword (normalized/stripped):
ικετης
IDX:
4956
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4957
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ἵκω.]</p>'}