Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἰθαγενής
ἴθι
ἴθμα
ἰθύς
ἰθύντατα
ἰθύνω
ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς
ἰθ(ύ)ω
ἱκάνω
ἴκελος
ἱκέσθαι
ἱκετεύω
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἵκετο
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἱκόμην
View word page
ἱκάνω
[ἱκ- as in ἱκνέομαι, ἵκω.]
(ἀφ-, εἰσαφ-.)
ShortDef
to come, arrive
Debugging
Headword:
ἱκάνω
Headword (normalized):
ἱκάνω
Headword (normalized/stripped):
ικανω
IDX:
4952
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4953
Key:
Data
{'content': '<p>[ἱκ- as in ἱκνέομαι, ἵκω.]</p> <p>(ἀφ-, εἰσαφ-.)</p>'}