Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἵζω
ἴῃ
ἴηλα
ἵημι
ἵημι
ἰήνῃ
ἴῃσι
ἵησι
ἰητήρ
ἰητρός
ἰθαγενής
ἴθι
ἴθμα
ἰθύς
ἰθύντατα
ἰθύνω
ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς
ἰθ(ύ)ω
ἱκάνω
View word page
ἰθαγενής
ἰθαιγενής
[ἰθύς1 + γεν-, γίγνομαι.]
ShortDef
born in lawful wedlock, legitimate
Debugging
Headword:
ἰθαγενής
Headword (normalized):
ἰθαγενής
Headword (normalized/stripped):
ιθαγενης
IDX:
4942
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4943
Key:
Data
{'content': '<p>ἰθαιγενής</p> <p>[ἰθύς1 + γεν-, γίγνομαι.]</p>'}