Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θυραωρός
θυρεός
θύρετρα
θύρα
θύρηθι
θύσανος
θύσθλα
θυσσανόεις
θύω
θύω
θυώδης
θωή
θᾶκος
θᾶκος
θώρηξ
θωρήσσω
θώς
ἴᾶ
ἰά
ἰαίνω
ἰάλλω
View word page
θυώδης

[θύος (cf. θυήεις) + ὀδ-, ὄζω.]

ShortDef

smelling of incense, sweet-smelling

Debugging

Headword:
θυώδης
Headword (normalized):
θυώδης
Headword (normalized/stripped):
θυωδης
IDX:
4879
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4880
Key:

Data

{'content': '<p>[θύος (cf. θυήεις) + ὀδ-, ὄζω.]</p>'}