Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θυμοδακής
θυμολέων
θυμοραϊστής
θυμός
θυμοφθόρος
θύνω
θυόεις
θύον
θύος
θυοσκόος
θυόω
θύραζε
θυραωρός
θυρεός
θύρετρα
θύρα
θύρηθι
θύσανος
θύσθλα
θυσσανόεις
θύω
View word page
θυόω
[θύος. Cf. θυήεις, θυόεις.]
Neut. pf. pple, pass. τεθυωμένον.
ShortDef
to fill with sweet smells
Debugging
Headword:
θυόω
Headword (normalized):
θυόω
Headword (normalized/stripped):
θυοω
IDX:
4867
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4868
Key:
Data
{'content': '<p>[θύος. Cf. θυήεις, θυόεις.]</p> <p>Neut. pf. pple, pass. τεθυωμένον.</p>'}