Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμῆρες
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμολέων
θυμοραϊστής
θυμός
θυμοφθόρος
θύνω
θυόεις
θύον
θύος
θυοσκόος
θυόω
θύραζε
θυραωρός
θυρεός
θύρετρα
θύρα
θύρηθι
View word page
θυόεις
-εν
[θύος. Cf. θυήεις.]
Sweet-smelling, fragrant: θυόεν νέφος Il. 15.153.
ShortDef
laden with incense, odorous, fragrant
Debugging
Headword:
θυόεις
Headword (normalized):
θυόεις
Headword (normalized/stripped):
θυοεις
IDX:
4863
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4864
Key:
Data
{'content': '<p>-εν</p> <p>[θύος. Cf. θυήεις.]</p> <p>Sweet-smelling, fragrant: θυόεν νέφος Il. 15.153.</p>'}