Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θρῦλίσσω
θρύον
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θύελλα
θυήεις
θυηλαί
θυμαλγής
θυμαρής
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμῆρες
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμολέων
θυμοραϊστής
θυμός
θυμοφθόρος
θύνω
θυόεις
View word page
θυμηγερέων
[θυμός + ἀγερ-, ἀγείρω.]
ShortDef
gathering breath, collecting oneself
Debugging
Headword:
θυμηγερέων
Headword (normalized):
θυμηγερέων
Headword (normalized/stripped):
θυμηγερεων
IDX:
4853
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4854
Key:
Data
{'content': '<p>[θυμός + ἀγερ-, ἀγείρω.]</p>'}