Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θρόνα
θρόνος
θρόος
θρῦλίσσω
θρύον
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θύελλα
θυήεις
θυηλαί
θυμαλγής
θυμαρής
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμῆρες
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμολέων
θυμοραϊστής
θυμός
View word page
θυηλαί
αἱ
[θύω2.]
App., firstlings of meat given to the gods: ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il. 9.220.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θυηλαί
Headword (normalized):
θυηλαί
Headword (normalized/stripped):
θυηλαι
IDX:
4850
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4851
Key:
Data
{'content': '<p>αἱ</p> <p>[θύω2.]</p> <p>App., firstlings of meat given to the gods: ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il. 9.220.</p>'}