Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θρίξ
θρόνα
θρόνος
θρόος
θρῦλίσσω
θρύον
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θύελλα
θυήεις
θυηλαί
θυμαλγής
θυμαρής
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμῆρες
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμολέων
θυμοραϊστής
View word page
θυήεις
[θύος. Cf. θυόεις.]
ShortDef
smoking
Debugging
Headword:
θυήεις
Headword (normalized):
θυήεις
Headword (normalized/stripped):
θυηεις
IDX:
4849
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4850
Key:
Data
{'content': '<p>[θύος. Cf. θυόεις.]</p>'}