Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θριγκόω
θρίξ
θρόνα
θρόνος
θρόος
θρῦλίσσω
θρύον
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θύελλα
θυήεις
θυηλαί
θυμαλγής
θυμαρής
θυμηγερέων
θυμηδής
θυμῆρες
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμολέων
View word page
θύελλα
-ης, ἡ
[θύω1.]
ShortDef
a furious storm, hurricane
Debugging
Headword:
θύελλα
Headword (normalized):
θύελλα
Headword (normalized/stripped):
θυελλα
IDX:
4848
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4849
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[θύω1.]</p>'}