Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄλλῃ
ἄλληκτος
ἀλλήλων
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλότριος
ἄλλοφος
ἀλλοφρονέων
ἄλλυδις
ἀλλύω
ἄλλως
View word page
ἅλλομαι

[σαλ-. Cf. L. salio.]

2 sing. aor. ἆλσο Il. 16.754.

3 sing. ἆλτο Il. 1.532, Il. 3.29, Il. 4.125, Il. 5.111, Il. 13.611, Od. 3.62, Il. 24.469, etc.: Od. 21.388, Od. 22.2, 80.

3 sing. subj. ἅληται Il. 21.536. ἅλεται Il. 11.192, 207. (ἀνεφ-, ἐκκατεφ-, ἐξ-, ἐσ-, ἐφ-, καθ-, κατεφ-, μεθ-, ὑπερ-.)

ShortDef

to spring, leap, bound

Debugging

Headword:
ἅλλομαι
Headword (normalized):
ἅλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αλλομαι
IDX:
483
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.484
Key:

Data

{'content': '<p>[σαλ-. Cf. L. salio.]</p> <p>2 sing. aor. ἆλσο Il. 16.754.</p> <p>3 sing. ἆλτο Il. 1.532, Il. 3.29, Il. 4.125, Il. 5.111, Il. 13.611, Od. 3.62, Il. 24.469, etc.: Od. 21.388, Od. 22.2, 80.</p> <p>3 sing. subj. ἅληται Il. 21.536. ἅλεται Il. 11.192, 207. (ἀνεφ-, ἐκκατεφ-, ἐξ-, ἐσ-, ἐφ-, καθ-, κατεφ-, μεθ-, ὑπερ-.)</p>'}