Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θόωκος
θοός
θράσος
θρασυκάρδιος
θρασυμέμνων
θρασύς
θρέξασκον
θρέπτρα
θρέψα
θρηνέω
θρῆνος
θρῆνυς
θριγκός
θριγκόω
θρίξ
θρόνα
θρόνος
θρόος
θρῦλίσσω
θρύον
θρῴσκω
View word page
θρῆνος

[cf. θρόος.]

ShortDef

a funeral-song, dirge, lament

Debugging

Headword:
θρῆνος
Headword (normalized):
θρῆνος
Headword (normalized/stripped):
θρηνος
IDX:
4835
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4836
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[cf. θρόος.]</p>'}