Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θοῦρος
θόωκος
θοός
θράσος
θρασυκάρδιος
θρασυμέμνων
θρασύς
θρέξασκον
θρέπτρα
θρέψα
θρηνέω
θρῆνος
θρῆνυς
θριγκός
θριγκόω
θρίξ
θρόνα
θρόνος
θρόος
θρῦλίσσω
θρύον
View word page
θρηνέω
[θρῆνος.]
ShortDef
to sing a dirge, to wail
Debugging
Headword:
θρηνέω
Headword (normalized):
θρηνέω
Headword (normalized/stripped):
θρηνεω
IDX:
4834
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4835
Key:
Data
{'content': '<p>[θρῆνος.]</p>'}