Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θόρε
θοῦρος
θόωκος
θοός
θράσος
θρασυκάρδιος
θρασυμέμνων
θρασύς
θρέξασκον
θρέπτρα
θρέψα
θρηνέω
θρῆνος
θρῆνυς
θριγκός
θριγκόω
θρίξ
θρόνα
θρόνος
θρόος
θρῦλίσσω
View word page
θρέψα
aor τρέφω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θρέψα
Headword (normalized):
θρέψα
Headword (normalized/stripped):
θρεψα
IDX:
4833
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4834
Key:
Data
{'content': '<p>aor τρέφω.</p>'}