Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θοός
θοόω
θόρε
θοῦρος
θόωκος
θοός
θράσος
θρασυκάρδιος
θρασυμέμνων
θρασύς
θρέξασκον
θρέπτρα
θρέψα
θρηνέω
θρῆνος
θρῆνυς
θριγκός
θριγκόω
θρίξ
θρόνα
θρόνος
View word page
θρέξασκον

3 pl. pa. iterative τρέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρέξασκον
Headword (normalized):
θρέξασκον
Headword (normalized/stripped):
θρεξασκον
IDX:
4831
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4832
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pa. iterative τρέχω.</p>'}