Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θνήσκω
θνητός
θοινάω
θόλος
θοός
θοόω
θόρε
θοῦρος
θόωκος
θοός
θράσος
θρασυκάρδιος
θρασυμέμνων
θρασύς
θρέξασκον
θρέπτρα
θρέψα
θρηνέω
θρῆνος
θρῆνυς
θριγκός
View word page
θράσος

τό

[=θάρσος.]

ShortDef

courage, boldness

Debugging

Headword:
θράσος
Headword (normalized):
θράσος
Headword (normalized/stripped):
θρασος
IDX:
4827
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4828
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[=θάρσος.]</p>'}