Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θηρήτωρ
θηρίον
θής
θησαίατο
θήσατο
θῆσθαι
θήσω
θητεύω
θίς
θλάω
θλίβω
θνήσκω
θνητός
θοινάω
θόλος
θοός
θοόω
θόρε
θοῦρος
θόωκος
θοός
View word page
θλίβω
3 sing. fut. mid. θλίψεται.
ShortDef
to press, squeeze, pinch
Debugging
Headword:
θλίβω
Headword (normalized):
θλίβω
Headword (normalized/stripped):
θλιβω
IDX:
4816
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4817
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. mid. θλίψεται.</p>'}