Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
θηξάσθω
θήρ
θηρευτής
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηρήτωρ
θηρίον
θής
θησαίατο
θήσατο
θῆσθαι
θήσω
θητεύω
θίς
θλάω
θλίβω
θνήσκω
θνητός
θοινάω
θόλος
View word page
θήσατο
3 sing. aor. θάομαι2.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θήσατο
Headword (normalized):
θήσατο
Headword (normalized/stripped):
θησατο
IDX:
4810
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4811
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. θάομαι2.</p>'}