Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θήῃ
θηητήρ
θήϊον
θῆκε
θηλέω
θῆλυς
θημών
θήν
θηξάσθω
θήρ
θηρευτής
θηρεύω
θήρη
θηρητήρ
θηρήτωρ
θηρίον
θής
θησαίατο
θήσατο
θῆσθαι
θήσω
View word page
θηρευτής

[θηρεύω.]

ShortDef

a hunter, huntsman

Debugging

Headword:
θηρευτής
Headword (normalized):
θηρευτής
Headword (normalized/stripped):
θηρευτης
IDX:
4802
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4803
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[θηρεύω.]</p>'}