Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγάσσατο
ἀγάστονος
ἀγαυός
ἀγγελία
ἀγγέλλω
ἄγγελος
ἄγγος
ἄγε
ἀγείρω
ἀγελαῖος
ἀγελείη
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἄγεν
ἀγέραστος
ἀγέρθη
ἀγέροντο
ἀγέρωχος
ἄγετε
ἄγη
ἄγη
View word page
ἀγελείη

[ἄγω + λείη = ληΐς.]

ShortDef

driver of spoil, forager

Debugging

Headword:
ἀγελείη
Headword (normalized):
ἀγελείη
Headword (normalized/stripped):
αγελειη
IDX:
47
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.48
Key:

Data

{'content': '<p>[ἄγω + λείη = ληΐς.]</p>'}