Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

θέσφατος
θέτο
θεύσεαι
θέω
θέωμεν
θεώτερος
θῆαι
θήγω
θεάομαι
θήῃ
θηητήρ
θήϊον
θῆκε
θηλέω
θῆλυς
θημών
θήν
θηξάσθω
θήρ
θηρευτής
θηρεύω
View word page
θηητήρ

[θηέομαι.]

ShortDef

one who gazes at, an admirer

Debugging

Headword:
θηητήρ
Headword (normalized):
θηητήρ
Headword (normalized/stripped):
θηητηρ
IDX:
4793
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4794
Key:

Data

{'content': '<p>[θηέομαι.]</p>'}